Ορισμός του εξωτερικού εμπορίου

Το εξωτερικό εμπόριο έχει έναν περίπλοκο και ευρύ ορισμό εξαιτίας αυτού στο ακόλουθο άρθρο θα σας δώσουμε έναν πολύ πλήρη ορισμό της έννοιας του εξωτερικού εμπορίου. Το εξωτερικό εμπόριο ή το διεθνές εμπόριο όπως σε ορισμένες χώρες καλείται. Με στόχο τον εντοπισμό νέων και καινοτόμων πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη των εξαγωγών, την αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών προστιθέμενης αξίας κατά προτίμηση σε τομείς που δημιουργούν απασχόληση και εκμεταλλεύονται νέες εμπορικές συμφωνίες και αγορές προορισμού.

Διαφορές μεταξύ του εξωτερικού εμπορίου και του διεθνούς εμπορίου

Το εξωτερικό εμπόριο αναφέρεται στο σύνολο των εμπορικών συναλλαγών που προορίζονται για την εξαγωγή των προϊόντων που παράγονται σε ένα μέρος σε άλλες χώρες και για την εισαγωγή των προϊόντων που παράγονται σε άλλες χώρες για να τα πουλήσουν εδώ. Από την άλλη, το διεθνές εμπόριο νοείται ως διεθνής ανταλλαγή εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών διαφορετικών χωρών (ένας εξαγωγέας και ο άλλος εισαγωγέας).

Πλήρης ορισμός του εξωτερικού εμπορίου

Εξαγωγικό εμπόριο και εισαγωγή αγαθών από χώρα με άλλες χώρες. Στο καπιταλιστικό καθεστώς, ο κύριος στόχος του εξωτερικού εμπορίου έγκειται στην επιθυμία των καπιταλιστών και των ενώσεών τους να αποκτήσουν υψηλά κέρδη. Στις καπιταλιστικές χώρες, η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου εξαρτάται από τις δυσανάλογες διαστάσεις που προκύπτουν σε ορισμένους κλάδους, από την αύξηση της παραγωγής αγαθών πέρα ​​από τα σχετικά στενά όρια της εσωτερικής αγοράς. Υπό τον ιμπεριαλισμό, το εξωτερικό εμπόριο γίνεται η αρένα των μονοπωλίων στον αγώνα τους για τις παγκόσμιες αγορές και τις πηγές πρώτων υλών, χρησιμοποιείται για να υποτάξει οικονομικά και πολιτικά τις αποικιακές και εξαρτώμενες χώρες, να εκμεταλλευτεί τον πληθυσμό των εν λόγω χώρες

Ιστορία του εξωτερικού εμπορίου

Το εξωτερικό εμπόριο άρχισε να αποκτάει σημασία από τον δέκατο έκτο αιώνα με τη δημιουργία ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών, γίνεται ένα μέσο ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Μια χώρα ήταν πλούσια ή φτωχή ανάλογα με την ποσότητα χρυσού και αργύρου που είχε και άλλα πολύτιμα μέταλλα. Η αυτοκρατορία επιδίωξε να αποκτήσει μεγαλύτερο πλούτο με χαμηλότερο κόστος. Κατά τη διάρκεια του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα οι ηγέτες ανακάλυψαν ότι η προώθηση του εξωτερικού εμπορίου αύξησε τον πλούτο και ως εκ τούτου τη δύναμη της χώρας τους.

Από το 1868 έως το 1913 η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποίησε το διεθνές νομισματικό σύστημα, το οποίο διέπεται από το χρυσό πρότυπο. Οι χώρες που διέθεταν το σύστημα αυτό εξέφρασαν το νόμισμά τους σε σταθερό ποσό χρυσού.